- πολυτόκος
- -η, -ο / πολυτόκος, -ον, ΝΑ, πολύτοκος, -η, -ο, Ν(κυρίως για γυναίκα) αυτός που γεννά πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένωςνεοελλ.μτφ. γόνιμος, καρπερός, εύφοροςαρχ.(για πτηνά) αυτός που γεννά πολλά αβγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. νεό-τοκος/ νεο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.